- νεότης
- νεότηςyouthfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεοτήτων — νεότης youth fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότησιν — νεότης youth fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητα — νεότης youth fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητας — νεότης youth fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητες — νεότης youth fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητι — νεότης youth fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεότητος — νεότης youth fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Autos epha — Alpha Inhaltsverzeichnis 1 Ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω 2 Άγιον Όρος … Deutsch Wikipedia
νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… … Dictionary of Greek
νεότητ' — νεότητα , νεότης youth fem acc sg νεότητι , νεότης youth fem dat sg νεότητε , νεότης youth fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)